πολυκίνητος

πολυκίνητος
-η, -ο / πολυκίνητος, -ον, ΝΑ
1. αυτός που κινείται πολύ («τὸ ἄρχειν πολυκίνητον καὶ πολυμέριμνον», Αριστοτ.)
2. αυτός που κινείται σε πολλά μέρη
νεοελλ.
1. ευκίνητος, ταχυκίνητος
2. φρ. «πολυκίνητο αντανακλαστικό»
ιατρ. αυξημένο αντανακλαστικό, κατά το οποίο το εξεταζόμενο μέλος αντιδρά με δύο ή περισσότερες συσπάσεις
αρχ.
1. (για όψη) ζωηρός, γεμάτος ζωή
2. ανήσυχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + κινητός (< κινοῦμαι), πρβλ. βραδυ-κίνητος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πολυκίνητος — πολυκί̱νητος , πολυκίνητος full of movement masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυκίνητον — πολυκί̱νητον , πολυκίνητος full of movement masc/fem acc sg πολυκί̱νητον , πολυκίνητος full of movement neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βασκανία — Η επιβλαβής επήρεια που μπορούν να ασκήσουν ορισμένα άτομα πάνω σε άλλα, είτε με το βλέμμα τους είτε με παράδοξο μορφασμό του προσώπου τους. Η πίστη στη β. είναι πανάρχαια και τη συναντούμε όχι μόνο σε πρωτόγονους λαούς αλλά και σε λαούς με… …   Dictionary of Greek

  • πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… …   Dictionary of Greek

  • πολυκινησία — και ιων. τ. πολυκινησίη, ἡ, Α [πολυκίνητος] 1. η ιδιότητα τού πολυκινήτου, το να κινείται κανείς πολύ 2. η πολλαπλή κίνηση …   Dictionary of Greek

  • ԲԱԶՄԱՇԱՐԺ — (ի, ից.) NBH 1 413 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 8c ա. πολυκίνητος qui multiplici motu agitatur, volubilis Որ ստէպ շարժի կամ փոփոխի. դիւրափոփոխ. *Իշխելն (առ մարդիկ) ե՛ւ բազմաշարժ, եւ բազմացնոր. իսկ նորայն (այսինքն Աստուծոյ՝) անաշխատ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • πολυκινήτοις — πολυκῑνήτοις , πολυκίνητος full of movement masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυκινήτου — πολυκῑνήτου , πολυκίνητος full of movement masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυκινήτους — πολυκῑνήτους , πολυκίνητος full of movement masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυκινήτων — πολυκῑνήτων , πολυκίνητος full of movement masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”